δυνητικός

δυνητικός
η , ό[ν]
1) возможный, потенциальный; 2) грам. условный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δυνητικός" в других словарях:

  • δυνητικός — potential masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνητικός — ή, ό (AM δυνητικός, ή, όν) αυτός που εκφράζει το δυνατό, τη δυνατότητα ή πιθανότητα …   Dictionary of Greek

  • δυνητικός, -ή — ό επίρρ. ά αυτός που μπορεί να γίνει ή να μη γίνει: Δυνητικές διατάξεις του νόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυνητικόν — δυνητικός potential masc acc sg δυνητικός potential neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνητικοῖς — δυνητικός potential masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνητικοί — δυνητικός potential masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνητικούς — δυνητικός potential masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»